Να ξεκινήσω με την ευχή, αυτό που θα πάθει ο Άδωνις να τον σύρει σε εφημερία των νοσοκομείων που τα κατάντησε μπουρδέλα και να μη βρίσκεται μήδε γιατρός, μήδε φάρμακο, μήδε θεός να του πάρει τον αβάσταχτο, θανατικό πόνο!!
Μας έριξε η μοίρα, από θωρακικό άλγος της μητέρας, στην εφημερία του Θριάσιου.
Το ασθενοφόρο ήρθε σε 45 λεπτά.
Άλλα τόσα του πήρε να μας πάει, χωρίς αμορτισέρ, στο "κοντινότερο" νοσοκομείο γενικής εφημερίας, μιλάμε πολυτραυματίας θα είχε μείνει στου δρόμου τα μισά, από το τραμπολίνο.
Φτάνοντας στο καρδιολογικό, με φορεία να μπαίνουν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο και καμμιά εικοσάδα να περιμένουν ώωωωωωρες στις καρέκλες για να εξεταστούν, βρήκαμε ΕΝΑΝ γιατρό καμμιά τριανταπενταριά χρονών, με τρεις βοηθούς, να προσπαθούν να διαχειριστούν το χάος, αδυνατώντας να απαντήσουν για το ο,τιδήποτε.
Κάνα δυο ώρες αργότερα –κι ενώ είχα περάσει από ουρές, όπου όλοι, υπάλληλοι, ασθενείς και συγγενείς ήταν εν εξάλλω, χρεώνονται βλέπεις οι εξετάσεις από το κράτος Πρόνοιας- μου τη βγάζουνε σ’ ένα καροτσάκι, έξω απ’ το καρδιολογικό για να την πάνε για ακτινογραφία, τη στιγμή που η κόρη ενός εμφραγματία μου έλεγε πως, πριν δυο μήνες αυτοκτόνησε ο αδερφός της, ετών 55, από απόγνωση..
Περιμέναμε περίπου μία ώρα, κατά την οποία πέρασαν από μπροστά μας όλες οι πληγές του ανθρώπινου είδους ακάλυπτες, οι διάδρομοι γεμάτοι αίμα, γάζες με σωματικά υγρά, μία γιαγιά που δεν ήταν σίγουρο πως ζούσε την αλλάξανε φορείο, φόρα παρτίδα το γυμνό σώμα, φώναξα στους συνοδούς των ασθενών «να χαίρεστε τον Άδωνι όσοι τον ψηφίσατε», ρε δε μίλησε κανείς, τους ένιωσα όλους ξένους και σιχαμερούς.
Ένας αστυνόμος- Μαγκάρετ, πενηντάρης κλαρινογαμπρός, με γυαλιά καθρέφτες και μέσα στην πόζα συνόδευε έναν έρμο μετανάστη με χειροπέδες κι έδινε συνεχώς εντολές σ’ ένα μικρότερο μπατσάκι, «σφίξε τις χειροπέδες, δέσε τον εκεί, πρόσεχε μη σου φύγει» και λοιπές παπάρες, που να πάει ρε το ανθρωπάκι, μια σταλιά τεράστιας δυστυχίας, όρθιο, ΕΞΩ απ’ το ιατρείο…
Κάποτε αγανάχτησα από την αναμονή, μπούκαρα μέσα, δώστε μου το χαρτί λέω, θα την πάω εγώ για ακτίνες.
Πάμε στο ακτινολογικό, κόβουμε χαρτάκι, ένα νούμερο πριν από μας φτάνει και ο Μαγκάρετ με τον κρατούμενο, πάει να μπει, «χαρτάκι κόψατε;» του λέω, «εμείς μπαίνουμε χωρίς χαρτάκι» λέει, «οκ, του απαντώ, αλλά σίγουρα θα μπείτε μετά από εμάς», έτσι κι έγινε, ποιος ξέρει πως έδειχνα και υποχώρησε.
Μετά από έξι ώρες τρεξίματος, αγωνίας και ορθοστασίας μας διώξανε, ως μη χρήζουσα η μητέρα εισαγωγής, αλλά και χωρίς καν εκτίμηση του συμβάντος..
Βγαίνοντας για να βρω ταξί, έμπαινε κάποιος από γραφείο κηδειών.
«Μεγάλος;» ρώτησε το σεκιούριτι.
«Καμμιά πενηνταπενταριά, σαν τον χθεσινό»….
Μας έριξε η μοίρα, από θωρακικό άλγος της μητέρας, στην εφημερία του Θριάσιου.
Το ασθενοφόρο ήρθε σε 45 λεπτά.
Άλλα τόσα του πήρε να μας πάει, χωρίς αμορτισέρ, στο "κοντινότερο" νοσοκομείο γενικής εφημερίας, μιλάμε πολυτραυματίας θα είχε μείνει στου δρόμου τα μισά, από το τραμπολίνο.
Φτάνοντας στο καρδιολογικό, με φορεία να μπαίνουν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο και καμμιά εικοσάδα να περιμένουν ώωωωωωρες στις καρέκλες για να εξεταστούν, βρήκαμε ΕΝΑΝ γιατρό καμμιά τριανταπενταριά χρονών, με τρεις βοηθούς, να προσπαθούν να διαχειριστούν το χάος, αδυνατώντας να απαντήσουν για το ο,τιδήποτε.
Κάνα δυο ώρες αργότερα –κι ενώ είχα περάσει από ουρές, όπου όλοι, υπάλληλοι, ασθενείς και συγγενείς ήταν εν εξάλλω, χρεώνονται βλέπεις οι εξετάσεις από το κράτος Πρόνοιας- μου τη βγάζουνε σ’ ένα καροτσάκι, έξω απ’ το καρδιολογικό για να την πάνε για ακτινογραφία, τη στιγμή που η κόρη ενός εμφραγματία μου έλεγε πως, πριν δυο μήνες αυτοκτόνησε ο αδερφός της, ετών 55, από απόγνωση..
Περιμέναμε περίπου μία ώρα, κατά την οποία πέρασαν από μπροστά μας όλες οι πληγές του ανθρώπινου είδους ακάλυπτες, οι διάδρομοι γεμάτοι αίμα, γάζες με σωματικά υγρά, μία γιαγιά που δεν ήταν σίγουρο πως ζούσε την αλλάξανε φορείο, φόρα παρτίδα το γυμνό σώμα, φώναξα στους συνοδούς των ασθενών «να χαίρεστε τον Άδωνι όσοι τον ψηφίσατε», ρε δε μίλησε κανείς, τους ένιωσα όλους ξένους και σιχαμερούς.
Ένας αστυνόμος- Μαγκάρετ, πενηντάρης κλαρινογαμπρός, με γυαλιά καθρέφτες και μέσα στην πόζα συνόδευε έναν έρμο μετανάστη με χειροπέδες κι έδινε συνεχώς εντολές σ’ ένα μικρότερο μπατσάκι, «σφίξε τις χειροπέδες, δέσε τον εκεί, πρόσεχε μη σου φύγει» και λοιπές παπάρες, που να πάει ρε το ανθρωπάκι, μια σταλιά τεράστιας δυστυχίας, όρθιο, ΕΞΩ απ’ το ιατρείο…
Κάποτε αγανάχτησα από την αναμονή, μπούκαρα μέσα, δώστε μου το χαρτί λέω, θα την πάω εγώ για ακτίνες.
Πάμε στο ακτινολογικό, κόβουμε χαρτάκι, ένα νούμερο πριν από μας φτάνει και ο Μαγκάρετ με τον κρατούμενο, πάει να μπει, «χαρτάκι κόψατε;» του λέω, «εμείς μπαίνουμε χωρίς χαρτάκι» λέει, «οκ, του απαντώ, αλλά σίγουρα θα μπείτε μετά από εμάς», έτσι κι έγινε, ποιος ξέρει πως έδειχνα και υποχώρησε.
Μετά από έξι ώρες τρεξίματος, αγωνίας και ορθοστασίας μας διώξανε, ως μη χρήζουσα η μητέρα εισαγωγής, αλλά και χωρίς καν εκτίμηση του συμβάντος..
Βγαίνοντας για να βρω ταξί, έμπαινε κάποιος από γραφείο κηδειών.
«Μεγάλος;» ρώτησε το σεκιούριτι.
«Καμμιά πενηνταπενταριά, σαν τον χθεσινό»….