γράφει η Χρύσα Φωτοπούλου
Νεόπλουτοι, παλαιόπλουτοι , μίζεροι, αδιάφοροι, μικροαστοί εγωλάτρες, κοντόφθαλμα ανθρωπάρια , κλαψιάρηδες ψηφοφόροι και δειλοί με μοναδικό αξεσουάρ τις αλυσίδες σας σάς έχω φερθεί με το γάντι και μετανιώνω!
Άλλοτε, στις γκρίνιες, τα νιαουρίσματα, στα τοσοδούλια προβληματάκια αντέτασσα τα γιγάντια προβλήματα της ανθρωπότητας, μιας ανθρωπότητας που ζούσε κάπου μακριά. Ούτε τα μάτια μου ήταν χορτάτα από ‘’ασάλευτη ζωή’’ στο δρόμο, ούτε τα αυτιά μου από ήχους απόγνωσης, ούτε η μύτη μου από μυρωδιά φόβου.
Τώρα είμαι κομμάτι μιας πόλης που καταχείμωνο προτίμησε όλα αυτά τα πλάσματα με το απλωμένο χέρι και τα αυτοσχέδια κρεβάτια να τα δει μαρμαρωμένα αγάλματα.
Δύο πολυπληθή στρατόπεδα. Στο ένα οι πρωταγωνιστές της αντιληπτής εξαθλίωσης στο άλλο αυτοί που βρέθηκαν ξαφνικά στη μέση της θάλασσας χωρίς σωσίβιο, χωρίς άγκυρα. Και η στεριά μακριά. Και ο βυθός χωρίς τέλος.
Αυτούς τους τελευταίους τους ξέρω καλά. Είναι οι χιλιάδες συνομήλικοί μου που είναι άχρηστο πια βάρος, που ‘’ δεν τους βγαίνουν τα όνειρά τους’’, που θα απελπιστούν και θα φύγουν. Είναι τα πιτσιρίκια που πάνε στο σχολείο νηστικά και δεν τα πιάνει το μάτι σου. Είναι αυτοί που περπατούν στο δρόμο σκυφτοί και με σφιγμένες τις γροθιές και ψάχνουν το χέρι σου για να ορμήσουν και να πάρουν ‘’αυτό που τους αρνούνται’’.
Έμεινα άναυδη, όταν άκουσα τη φράση ενός λυπητερά προνομιούχου στο διάλειμμα μιας παράστασης : ‘’ Το απολαύσατε το σούσι χθες;’’. Χάχανα, επιφωνήματα και καμιά δεκαριά επίθετα που χαρακτήριζαν το σούσι. Μαύρισε η ψυχή μου. Ήρθε στο μυαλό μου ο παππούς του διπλανού διαμερίσματος που απ’ ό,τι μου λέει αγοράζει πια ψωμί μόνο κάθε Σάββατο. Να ξέρεις να σωπαίνεις και να είσαι ταπεινός. Σε σένα με το σούσι μιλάω, ναι. Που σκουπίζεις τα παπούτσια σου απ’ τα σάλια των πεινασμένων και μένεις στην περιφραγμένη σου ζωή. Τέτοιες φράσεις ξεστόμιζέ τες ψιθυριστά και με συστολή. Θα μου πεις και όλα αυτά λόγω σούσι; Ναι. Η φράση αυτή συνόψισε ένα υπερκείμενο ξεκάθαρο: Ασύμφορες παρουσίες που δε θα κατανοήσουν ποτέ την απλότητα του νοήματος: Η ατομική ευτυχία είναι μέρος της συνολικής ευτυχίας.
Το εστιατόριο της φιλοσοφικής σχολής γεμάτο ακόμη και τις μέρες του λιτού φαγητού. Το ιστορικό κυλικείο του τετάρτου ορόφου άδειο. Είμαι με τον φίλο μου τον Ηλία. Του λέω για το περιστατικό με το σούσι. Μιλάμε και οι μισές κουβέντες είναι ερωτήσεις που μένουν στον αέρα. Ποιος μπορεί να μας απαντήσει; Ό,τι και να κάνουμε δεν είναι αρκετό για να γυρίσει η ρόδα, η φωνή μας σβήνει με το που φτάνει στην άκρη του δρόμου. Αλλά και αν δεν επιμείνουμε είναι σαν να γυρνάμε την πλάτη στην έμπρακτη γενναιότητα των παιδικών μας χρόνων.
Μπήκαμε σε μια απ’ τις παλιές μας αίθουσες. Φιλοσοφική. Ο Ηλίας με κεφαλαία γράμματα έγραψε στον πίνακα : ‘’ ΕΜΑΣ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΑΣ…ΣΟΥΣΙ;’’. Γέλασα.
Την επόμενη μέρα δεν είχε αλλάξει απολύτως τίποτα.
Fri, 16/03/2012 - 23:54 — Mediasoup
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΤΙ ΤΟ ΠΑΙΔΕΥΕΙΣ?
ΡΙΞΕ 1 ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΦΥΛΑΞΗ
ΕΙΝΑΙ ΑΣΦΑΛΕΣ